Επίσκεψη στο νησί των Ιωαννίνων και το Μουσείο Αλή Πασά

0

Τα Γιάννενα είναι ένας αγαπημένος προορισμός των Λευκαδίων, παρόλο που εξαιτίας του πανεπιστημιακού νοσοκομείου της πόλης, οι Λευκαδίτες έχουν συνδυάσει την πρωτεύουσα της Ηπείρου με κάποιο σοβαρό πρόβλημα υγείας. Όταν πεις σε έναν Λευκαδίτη ότι πήγες στα Γιάννενα, θα σε ρωτήσει με αγωνία στο πρόσωπο: Γιατί, τι έγινε;

Πολύ λίγα λόγια για τα Γιάννενα.

Το σημείο από όπου αναχωρούν τα πλοιάρια με προορισμό το νησάκι της λίμνης

Τα Ιωάννινα, γνωστά και ως Γιάννενα ή Γιάννινα, αποτελούν την έδρα και μεγαλύτερη πόλη της Περιφέρειας Ηπείρου. Ο πληθυσμός της πόλης ανέρχεται στους 65.574 κατοίκους, σύμφωνα με την απογραφή του 2011. Είναι δε μία από τις μεγαλύτερες πόλεις της Ελλάδας με πλούσια πολιτιστική παράδοση και σύγχρονες αναπτυξιακές επιχειρήσεις. Μεταξύ των πολυποίκιλων γεωγραφικών χαρακτηριστικών της περιοχής ξεχωριστή θέση κατέχει η λίμνη Παμβώτιδα, που παράκειται της πόλης.

Στο κέντρο της λίμνης υπάρχει το νησί των Ιωαννίνων με έναν μικρό οικισμό με ελάχιστους μόνιμους κατοίκους. Στο νησί της λίμνης βρίσκεται δε και στο Μουσείο Αλή Πασά στο οποίο γίνεται αναφορά σε αυτό το άρθρο.

Εντός του σκάφους με προορισμό το νησάκι

Το νησί βρίσκεται στο βορειοδυτικό τμήμα της λίμνης πολύ κοντά -έναντι- στον οικισμό Αμφιθέα. Έχει έκταση 200 στρέμματα και μέγιστο υψόμετρο 520 μέτρα από την επιφάνεια της θάλασσας ή 59 μέτρα πάνω από την επιφάνεια της λίμνης. Το μέγιστο μήκος του είναι 800 μέτρα και το πλάτος του 500 μέτρα. Η δυτική του πλευρά είναι βαλτώδης ενώ το υπόλοιπο τμήμα του είναι βραχώδες και δασωμένο στο μεγαλύτερο μέρος του. Αποτελεί ένα από τα δύο κατοικημένα νησιά σε λίμνη στην Ελλάδα (το άλλο είναι ο Άγιος Αχίλλειος Πρεσπών).

Ο οικισμός βρίσκεται στο βόρειο άκρο του νησιού και αποτελείται από 110 περίπου σπίτια. Είναι επίσημα ανακηρυγμένος παραδοσιακός οικισμός καθώς μεταξύ άλλων είναι χτισμένος ακολουθώντας ευλαβικά την παραδοσιακή ηπειρώτικη αρχιτεκτονική με τις χαρακτηριστικές στέγες από σχιστόλιθο.

Άποψη του νησιού έτσι όπως φαίνεται από το σκάφος

Από το 1926 αποτέλεσε ξεχωριστή κοινότητα, ενώ σήμερα αποτελεί δημοτική ενότητα του Δήμου Ιωαννιτών. Ο πληθυσμός του σύμφωνα με την πιο πρόσφατη επίσημη απογραφή, δηλαδή αυτήν του 2011, ανέρχεται σε 219 κάτοικους. Παρόλα αυτά κάθε χρόνο επισκέπτονται το νησί χιλιάδες τουρίστες οι οποίοι στηρίζουν την τοπική οικονομία. Το νησί συνδέεται με τα Ιωάννινα με συχνά δρομολόγια πλοιαρίων που μεταφέρουν πολυάριθμους επισκέπτες. Κυριότερα αξιοθέατα του νησιού είναι οι ανακαινισμένες μονές και το μουσείο Αλή Πασά που στεγάζεται στη μονή Αγίου Παντελεήμονα, στον ίδιο χώρο που είχε δολοφονηθεί ο Αλή Πασάς από τα σουλτανικά στρατεύματα στις 5 Φεβρουαρίου 1822.

Η Λένα και στο βάθος το κύριο κτίσμα του μουσείου Αλή Πασά

Το μουσείο πρωτολειτούργησε το 1958 ως Μουσείο Πρoεπαναστατικής Περιόδου, χάρη στην πρωτοβουλία φωτισμένων Γιαννιωτών. Στον ίδιο χώρο στεγάζεται από τον Μάιο του 2012 το Μουσείο Αλή Πασά και Επαναστατικής Περιόδου, όπου φιλοξενείται η ιδιωτική συλλογή της οικογένειας Φώτη Ραπακούση.

Στις μόνιμες συλλογές του μουσείου εκτίθενται μοναδικά ιστορικά κειμήλια, όπως το περίφημο χρυσοποίκιλτο καριοφίλι του Αλή Πασά (1804), το ασημένιο ξιφίδιο του Εθνικού Ευεργέτη Απόστολου Αρσάκη (1813), η αυθεντική μεταξωτή φορεσιά της Κυρα-Βασιλικής (σύζυγος του Αλή Πασά), το περίφημο μακρύ τσιμπούκι του Αλή Πασά, οι κουρτίνες με κεντημένη τη μονογραφή (ντουγρά) του Σουλτάνου Μαχμούτ Β’ (1808–1839).

Αίθουσα του μουσείου στην οποία δεσπόζει το καριοφίλι του Αλή Πασά

Τον πανέμορφο περιβάλλοντα χώρο του μουσείου φυλάσσει ως ακοίμητος φρουρός ο επιβλητικός πλάτανος των 700 ετών. Στον ίδιο χώρο βρίσκονται τα σπήλαια που φιλοξένησαν αγιασμένες μορφές, όπως ο ασκητής Όσιος Σάββας (15ος αι.) και άλλοι. Στα σπήλαια αυτά βρήκαν καταφύγιο οι κάτοικοι της Νήσου τον Νοέμβριο του 1940, στην προσπάθειά τους να σωθούν από τους βομβαρδισμούς της ιταλικής αεροπορίας.

Το χρυσοποίκιλτο καριοφίλι του Αλή Πασά

Ο Αλή Πασάς Τεπελενλής (1740 – 1822) ήταν μουσουλμάνος Αλβανός στην καταγωγή πασάς των Ιωαννίνων που διαδραμάτισε για περισσότερα από 40 χρόνια σημαντικό ρόλο στην ιστορία της Ηπείρου και όχι μόνο, από το 1788 όταν και διορίστηκε πασάς των Ιωαννίνων μέχρι τις αρχές της Ελληνικής Επανάστασης. Στο απόγειο της δόξας του κατείχε μια μεγάλη περιοχή του ελλαδικού χώρου και ανήκε στην τότε Οθωμανική Αυτοκρατορία. Για τον τρόπο με τον οποίο διοίκησε το πασαλίκι των Ιωαννίνων αλλά και για τον χαρακτήρα του, έμεινε γνωστός σαν Ασλάνι (λιοντάρι) των Ιωαννίνων. Διαδραμάτισε κεντρικό ρόλο στην ιστορία της Ηπείρου αλλά και ευρύτερα της Ελλάδας και της Αλβανίας στο μεταίχμιο μεταξύ του 18ουαιώνα και 19ου αιώνα.

Αίθουσα με αυθεντικές παραδοσιακές στολές

Ο Αλή Πασάς καταγόταν από το Τεπελένι της Αλβανίας (για αυτό και ονομαζόταν Τεπελενλής) και εμφανίζεται στο ιστορικό προσκήνιο αρχικά ως αρχηγός ληστοσυμμορίας, που εμπλέκεται σε συγκρούσεις με αξιωματούχους του οθωμανικού κράτους στον χώρο της Αλβανίας και της Ηπείρου. Χάρη στην πολεμική του ικανότητα, την ανδρεία του, αλλά και τις δολοπλοκίες του, καταφέρνει να ενταχθεί στον στρατιωτικό- διοικητικό μηχανισμό του οθωμανικού κράτους καταλαμβάνοντας διάφορα αξιώματα, ώσπου τελικά το 1788 διορίζεται πασάς, δηλαδή διοικητής του σαντζακίου των Ιωαννίνων.

Αίθουσα του μουσείου στην οποία δεσπόζει ένας μεγάλος πίνακας με τον Αλή και την κυρά Φροσύνη.

Το 1820, ύστερα από την αποκάλυψη ότι δυο Αλβανοί σταλμένοι από τον Αλή αποπειράθηκαν να δολοφονήσουν τον Πασόμπεη, ο Σουλτάνος Μαχμούτ Β΄ ενοχλημένος από αυτό το γεγονός και θορυβημένος διότι ο Αλής ήταν εμπόδιο στο μεταρρυθμιστικό του πρόγραμμα και κίνδυνος για τη συνοχή της Αυτοκρατορίας του, διέταξε την απομάκρυνσή του από το Πασαλίκι των Ιωαννίνων με σκοπό να τον περιορίσει στο Τεπελένι. Ο Αλής προσπάθησε να εξευμενίσει τον σουλτάνο, ζήτησε τη μεσολάβηση της Ρωσίας και της Αγγλίας ενώ κατέδωσε ακόμα και τη Φιλική Εταιρεία, της οποίας την ύπαρξη γνώριζε από το 1819. Τελικά το 1820 η Πύλη τον κήρυξε ένοχο εσχάτης προδοσίας και τον κάλεσε να εμφανιστεί εντός 40 ημερών στην Κωνσταντινούπολη για να απολογηθεί. Εκείνος φυσικά αρνήθηκε, ερχόμενος σε σύγκρουση με τα στρατεύματα της Αυτοκρατορίας.

Ο Μαχμούτ Β΄ κινητοποίησε το καλοκαίρι του 1820 κατά του Αλή στράτευμα 80.000 ανδρών με αρχηγό στην αρχή τον Ισμαήλ Πασόμπεη και στη συνέχεια τον Χουρσίτ Πασά. Ο Αλής βρέθηκε σε δεινή θέση καθώς αντιμετώπισε σημαντική διαρροή οπλαρχηγών (ακόμη και οι γιοι του παραδόθηκαν παρά το γεγονός ότι τους είχε δώσει εντολή να αμυνθούν μέχρις εσχάτων) και στρατευμάτων, ενώ φάνηκε πως ο στρατός του δεν ήταν κατάλληλα προετοιμασμένος για σύγκρουση με τα σουλτανικά στρατεύματα. Η πολιορκία του κάστρου των Ιωαννίνων συνεχιζόταν λόγω της αντιγνωμίας που είχε ξεσπάσει μεταξύ των πολιορκητών (οφειλόταν στις δωροδοκίες των αξιωματικών από τον διαβόητο πασά ). Σημαντικό ρόλο έπαιξε και το γεγονός ότι ο Αλής πήρε με το μέρος του, τους άλλοτε ορκισμένους εχθρούς του, Σουλιώτες με την προϋπόθεση να τους άφηνε να επανεγκατασταθούν στο Σούλι.

Αξιοσημείωτο είναι πως την 25η Αυγούστου, κατά τη διάρκεια της πολιορκίας δεν δίστασε να κάψει μέρος της πόλης για να έχει καλύτερο οπτικό πεδίο το πυροβολικό του. Η κατάσταση άλλαξε όταν ο Πασόμπεης αντικαταστάθηκε από τον Χουρσίτ, ο οποίος επανέφερε την τάξη στο στρατόπεδο των πολιορκητών, περιόρισε τις επιδρομές των Σουλιωτών και έσφιξε τον κλοιό γύρω από τον Αλή. Η έκρηξη της Ελληνικής Επανάστασης ανάγκασε τον Χουρσίτ να αρχίσει διαπραγματεύσεις κατά τις οποίες όμως κατέλαβε τα ισχυρά οχυρά του κάστρου περιορίζοντας τον Αλή στο παλάτι του, όπου είχε συγκεντρώσει τους θησαυρούς του αλλά και πολλά βαρέλια πυρίτιδας απειλώντας να δώσει εντολή για ανατίναξη αν γινόταν έφοδος, πράγμα που δεν ευχαριστούσε τον Χουρσίτ που εποφθαλμιούσε την περιουσία του εχθρού του. Κατά τα τέλη του Νοεμβρίου του 1821 ολόκληρη σχεδόν η φρουρά του κάστρου είχε αυτομολήσει στον Χουρσίτ, αφήνοντας στον Αλή μόνο 500 άνδρες, από τους οποίους σε λίγο οι 430 προσχώρησαν στους Τούρκους. Η αποσχιστική δράση του Αλή Πασά αποτελεί ένα από τα κορυφαία παραδείγματα της θεσμικής διαφθοράς και των διασπαστικών τάσεων που επικρατούν εκείνη την περίοδο στην Οθωμανική αυτοκρατορία.

Τον Ιανουάριο του 1822 έπειτα από σκληρές διαπραγματεύσεις ο Αλής δέχτηκε να παραδοθεί με τον όρο να του δινόταν αμνηστία και κατέφυγε στο μοναστήρι του Αγίου Παντελεήμονα. Εκεί, στις 24 του ίδιου μήνα σκοτώθηκε μετά από σύντομη συμπλοκή, από τον απεσταλμένο του Χουρσίτ, Κιοσέ Μεχμέτ (κατά άλλους ήταν ο Αλή Χασάν), που είχε έρθει δήθεν με το χαρτί της αμνηστίας. Το πτώμα του αποκεφαλίστηκε και το κεφάλι του στάλθηκε ταριχευμένο από τον Χουρσίτ στην Κωνσταντινούπολη, όπου αργότερα θάφτηκε σε μια περιοχή έξω από τα τείχη της πόλης. Το ακέφαλο σώμα του ενταφιάστηκε στον οικογενειακό τάφο του σεραγιού, στο Ιτς Καλέ, κοντά στο Φετιγιέ Τζαμί. Ο τάφος αυτός (που περιβαλλόταν ως το 1944 με ωραίο ψηλό κιγκλίδωμα το οποίο αφαιρέθηκε κατά τη διάρκεια της Κατοχής για να αντικατασταθεί τα τελευταία χρόνια από καινούργιο) φαίνεται πως ήταν τόπος προσκηνύματος για τους, Αλβανούς κυρίως, Μουσουλμάνους της Ηπείρου και της Αλβανίας ακόμα και κατά τα τέλη του 19ου αιώνα. Κατά άλλες πηγές πάντως τον Αλή Πασά τον σκότωσαν Έλληνες, που μπήκαν στο σπίτι του και τον πυροβόλησαν από το κάτω πάτωμα μέσα στον οντά του.

Ένα εξαιρετικό πόνημα για την ζωή του Αλή Πασά και ιδιαίτερα  για την σχέση του με τα Επτάνησα, είχε παρουσιάσει στο Κ’ Συμπόσιο της Εταιρίας Λευκαδικών Μελετών, η σπουδαία ιστορικός και καλή μας φίλη Χριστίνα Παπακώστα. Με την άδεια της λοιπόν, και αφού διάβασε το άρθρο μας, μας το παραχώρησε προκειμένου κάθε ενδιαφερόμενος να μπορεί να το κατεβάσει και να το μελετήσει. Μπορείτε να το κατεβάσετε κάνοντας [κλικ εδώ].

Μετά την επίσκεψη στο μουσείο Αλή Πασά, μια βόλτα στα καταστήματα του οικισμού είναι επιβεβλημένη!

Πληροφορίες αντλήθηκαν από την Βικιπαίδεια και την ιστοσελίδα του Μουσείου Αλή Πασά: museumalipasha.gr

Σχετικά Άρθρα

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Voyagers
Newsletter

Εγγραφείτε στα ενημερωτικά μηνύματα μας και ενημερωθείτε για κάθε νέο άρθρο μας!